Η ανακοίνωση των δεκατριών νέων Περιφερειακών Διευθυντών από το Υπουργείο της Παιδείας πυροδότησε, ως συνήθως, έντονο κύμα διαμαρτυριών, καταγγελιών και επερωτήσεων στη Βουλή, με αναφορά στις αρχές της αξιοκρατίας (τίτλοι και τυπικά προσόντα), της διαφάνειας (δε δόθηκαν στη δημοσιότητα τα βιογραφικά και η σχετική μοριοδότηση ), όσο και με αναφορά στα κριτήρια, τις διαδικασίες που υιοθετήθηκαν, το χρόνο, κ. α.. Ως επωδός των σχετικών σχολίων υπενθυμίζονται εμφαντικά η προγραμματική δήλωση του κ. υπουργού για «πολιτική ανεξιθρησκία» και το περιεχόμενο της αντιπολίτευσης που ασκούσε ο ΣΥΡΙΖΑ στο παρελθόν.
Εκφράστηκε, έτσι, η απογοήτευση που η νέα πολιτική ηγεσία του Υπουργείου δεν απέφυγε την πεπατημένη ώστε «να κάνει τη διαφορά» («η αριστερή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, κάνει ακριβώς τα ίδια που κατηγορούσε ότι έκαναν οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ», αναφέρεται σε σχετική παρέμβαση). Αν και έχουν συζητηθεί αρκετές πτυχές του θέματος, ορισμένες από τις παρεμβάσεις είναι πολύ ενδιαφέρουσες, κρίνουμε σκόπιμο να επανεξετάσουμε ορισμένες από τις απόψεις που έχουν διατυπωθεί.
Η επιλογή διευθυντών είναι αλλαγή
Υιοθετούμε μια θεμελιακή παραδοχή, σύμφωνα με την οποία, το σχολείο ως κρατικός ιδεολογικός μηχανισμός επιτελεί συγκεκριμένες κοινωνικές λειτουργίες οι οποίες σε συνδυασμό ευνοούν τη διευρυμένη αναπαραγωγή των υφισταμένων κοινωνικών σχέσεων άνισης κατανομής πλούτου, προνομίων και εξουσίας, σε μια ταξική κοινωνία. Οι κοινωνικές αυτές λειτουργίες επιτελούνται και με τη μεσολάβηση διευθυντικών στελεχών εκπαίδευσης. Τα διευθυντικά στελέχη της εκπαίδευσης στις χώρες της ΕΕ έχουν εκτεθεί, για πολλά χρόνια, και έχουν υποστεί «ρεκτιφιέ» σε νεοφιλελεύθερες εκπαιδευτικές πολιτικές στις οποίες κυριάρχησαν οι επιλογές των σχολικών αγορών, της αποκέντρωσης, της ελεύθερης επιλογής, του ανταγωνισμού, της αποτελεσματικότητας, της ποιότητας, και της αξιολόγησης. Είναι ευδιάκριτη η προσπάθεια επιβολής στο εκπαιδευτικό πεδίο των αρχών του ιδιωτικοοικονομικού μάνατζμεντ, με σκοπό την εφαρμογή πολιτικών μείωσης του κόστους της εκπαίδευσης και συρρίκνωσης του κράτους πρόνοιας. Η θέση των στελεχών διοίκησης, εποπτείας και συμβουλευτικής γίνεται όλο και πιο σημαντική, καθώς, όλο και πιο πολύ αναλαμβάνουν ως τοποτηρητές εντολοδόχοι για την επιτήρηση για αποτελεσματική επιτέλεση των κοινωνικών αυτών λειτουργιών. Είναι, με άλλα λόγια, τα άγρυπνα μάτια που ασκούν ιεραρχικό έλεγχο στην εκπαίδευση. Για αυτό, έχει δοθεί προτεραιότητα στο μάνατζμεντ (αύξηση διοικητικών θέσεων, κίνητρα, ενίσχυση αρμοδιοτήτων) σε βάρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Πώς αλλιώς, να εξηγήσουμε τη γοητεία που ασκούν τα ιδεολογήματα και τα νεφελώματα περί «εκπαιδευτικής ηγεσίας»;
Η επιλογή διευθυντών είναι αλλαγή
Υιοθετούμε μια θεμελιακή παραδοχή, σύμφωνα με την οποία, το σχολείο ως κρατικός ιδεολογικός μηχανισμός επιτελεί συγκεκριμένες κοινωνικές λειτουργίες οι οποίες σε συνδυασμό ευνοούν τη διευρυμένη αναπαραγωγή των υφισταμένων κοινωνικών σχέσεων άνισης κατανομής πλούτου, προνομίων και εξουσίας, σε μια ταξική κοινωνία. Οι κοινωνικές αυτές λειτουργίες επιτελούνται και με τη μεσολάβηση διευθυντικών στελεχών εκπαίδευσης. Τα διευθυντικά στελέχη της εκπαίδευσης στις χώρες της ΕΕ έχουν εκτεθεί, για πολλά χρόνια, και έχουν υποστεί «ρεκτιφιέ» σε νεοφιλελεύθερες εκπαιδευτικές πολιτικές στις οποίες κυριάρχησαν οι επιλογές των σχολικών αγορών, της αποκέντρωσης, της ελεύθερης επιλογής, του ανταγωνισμού, της αποτελεσματικότητας, της ποιότητας, και της αξιολόγησης. Είναι ευδιάκριτη η προσπάθεια επιβολής στο εκπαιδευτικό πεδίο των αρχών του ιδιωτικοοικονομικού μάνατζμεντ, με σκοπό την εφαρμογή πολιτικών μείωσης του κόστους της εκπαίδευσης και συρρίκνωσης του κράτους πρόνοιας. Η θέση των στελεχών διοίκησης, εποπτείας και συμβουλευτικής γίνεται όλο και πιο σημαντική, καθώς, όλο και πιο πολύ αναλαμβάνουν ως τοποτηρητές εντολοδόχοι για την επιτήρηση για αποτελεσματική επιτέλεση των κοινωνικών αυτών λειτουργιών. Είναι, με άλλα λόγια, τα άγρυπνα μάτια που ασκούν ιεραρχικό έλεγχο στην εκπαίδευση. Για αυτό, έχει δοθεί προτεραιότητα στο μάνατζμεντ (αύξηση διοικητικών θέσεων, κίνητρα, ενίσχυση αρμοδιοτήτων) σε βάρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Πώς αλλιώς, να εξηγήσουμε τη γοητεία που ασκούν τα ιδεολογήματα και τα νεφελώματα περί «εκπαιδευτικής ηγεσίας»;
Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, η επιλογή στελεχών είναι στρατηγικής σημασίας υπόθεση για μια κυβέρνηση της αριστεράς. Η επιλογή στελεχών και η ανάθεση καθηκόντων διοίκησης συνιστούν εκπαιδευτική αλλαγή και για τους εκπαιδευτικούς που αναλαμβάνουν διοικητικές θέσεις και για το εκπαιδευτικό σύστημα στο οποίο καλούνται να ασκήσουν διοίκηση. Άλλωστε, το γεγονός ότι εκπαιδευτικοί αποσύρονται από τη διδασκαλία για να ασκήσουν διοίκηση, από μόνο του υποδηλώνει τη κεντρική τους θέση στη λειτουργία των σχολείων. Η άσκηση διοίκησης απαιτεί υψηλές διανοητικές, αναλυτικές και επικοινωνιακές ικανότητες, επιστημονική γνώση, κατανόηση και κοινωνιολογική φαντασία για να εμπνέει εκπαιδευτικούς, μαθητές και γονείς. Δεν είναι δυνατή η άσκηση διοίκησης, εάν τα στελέχη δεν κατανοούν τη συνολική κοινωνική λειτουργία του σχολείου σε μια κοινωνία που προσδιορίζεται από άνιση κατανομή πλούτου, προνομίων και εξουσίας.
«Πολιτική ανεξιθρησκία»;
Στα ρεπορτάζ των εφημερίδων και στα ηλεκτρονικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης έγιναν αρκετά σχόλια για την «πολιτική ανεξιθρησκία». Ορισμένοι υπέδειξαν, μάλιστα, ότι θα ήταν πιο συγκροτημένη η σχετική δήλωση, εάν αναφερόταν σε «κομματική ανεξιθρησκία»! Η σχετική δήλωση έδωσε την ευκαιρία ώστε να καταλογιστεί στον Υπουργό ανακολουθία. Αδυνατούμε να δεχτούμε ότι ο Υπουργός Παιδείας επικαλέστηκε την πολιτικοιδεολογική του ουδετερότητα, κατά την άσκηση του έργου του. Δήλωσε, άλλωστε, απερίφραστα, ότι είναι μαρξιστής. Συνήθως, οι συντηρητικοί Υπουργοί διακηρύσσουν την κοινωνικοπολιτική τους ουδετερότητα, την ίδια στιγμή που υιοθετούν ακραιφνείς νεοφιλελεύθερες πολιτικές στις επιλογές τους. Προφανώς, ο Υπουργός Παιδείας, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ήθελε να εκφράσει τις νέες ανάγκες που έχει ένα αριστερό κόμμα που, για πρώτη φορά αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση της χώρας, με την υποστήριξη κοινωνικών στρωμάτων που δεν ανήκαν στη δύναμή του. Ήταν, δηλαδή, ένα άνοιγμα προοπτικής προς τους εκπαιδευτικούς και τους εργαζόμενους ώστε να ενταχθούν ενεργά και συνειδητά στις διεργασίες διαμόρφωσης και άσκησης μιας αριστερής εκπαιδευτικής πολιτικής. Εάν δε δήλωνε «πολιτική/κομματική ανεξιθρησκία», ήταν ως εάν να περιόριζε τον κύκλο των ενδιαφερομένων, αποκλειστικά, σε κομματικά στελέχη, κι εδώ η δεξαμενή είναι πολύ περιορισμένη. Υπάρχει, δηλαδή, ένα ζήτημα πολιτικής βιωσιμότητας, διείσδυσης διεύρυνσης ενός κόμματος, που μέχρι πρότινος εκφραζόταν με πολύ χαμηλά ποσοστά στο εκλογικό σώμα. Είναι, βέβαια, γνωστή, η μεγάλη συζήτηση που έχει γίνει για τις έκτακτες και άτακτες «μεταγραφές» ή μετακινήσεις πρώην στελεχών του ΠΑΣΟΚ προς το ΣΥΡΙΖΑ. Από τη σχετική συζήτηση προκύπτει η εκτίμηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την ανάγκη μιας σοβαρής κοινωνικής διείσδυσης ώστε να μπορέσει να οικοδομήσει βαθμιαία την πλατιά κοινωνική βάση μιας αριστερής ηγεμονίας. Κάτι, που, κατά προτεραιότητα, είναι υπόθεση του κόμματος. Η κατανομή στρατηγικών θέσεων της διοίκησης δε μπορεί να μετατραπεί σε μηχανισμό προσέλκυσης, αλίευσης ή στρατολόγησης νέων μελών στο κόμμα.
Η αξιοκρατία δεν είναι ουδέτερη
Αλλά εάν η «πολιτική ανεξιθρησκία» δεν προσφέρει έρεισμα για τη θεμελίωση της επιλογής διευθυντικών στελεχών, η αναφορά σε αρχές, διαδικασίες και κριτήρια μιας τυφλής αξιοκρατίας, είναι, προδήλως, ανεδαφική. Δεν υπάρχει –κοινωνικά, πολιτικά και ιδεολογικά- ουδέτερη αξιοκρατική διαδικασία επιλογής διευθυντικών και συμβουλευτικών στελεχών σε κρίσιμους τομείς της εκπαίδευσης. Γι αυτό, συνήθως, λέγεται ότι οι θέσεις αυτές είναι «πολιτικές». Ας φανταστούμε, τι θα σήμαινε, εάν επιλεγόταν για τις θέσεις των Περιφερειακών Διευθυντών και για τη θέση του Προέδρου και των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του ΙΕΠ ( και των άλλων εποπτευόμενων φορέων) υποψήφιοι με πολλά τυπικά προσόντα και τίτλους, πλην όμως, εκφραστές των πιο ακραιφνών νεοφιλελεύθερων εκδοχών για την εκπαίδευση και την κοινωνία! Μια τέτοια επιλογή, εκ μέρους των Υπουργών της Παιδείας, θα σήμαινε μια άκρως αντιφατική επιλογή που θα είχε ανυπολόγιστες αντιμεταρρυθμιστικές συνέπειες στην προώθηση προοδευτικών ριζοσπαστικών πολιτικών μιας αριστερής κυβέρνησης στην εκπαίδευση.
Αυτό που συνέβαινε στο παρελθόν, με την αναλογική ποσόστωση και κατανομή των θέσεων, ανάλογα με τη δύναμη των κομμάτων, είναι προφανές ότι επρόκειτο για μια κακέκτυπη εκδοχή «συντεχνιακής συναίνεσης και ειρήνης». Αυτή επηρέαζε την αντίστοιχη κοινωνική δυναμική που εκδηλωνόταν, κάθε φορά, σε περιόδους κρίσης στις σχέσεις εκπαιδευτικών και Υπουργείου Παιδείας. Αυτό επηρέαζε και τις ίδιες τις διεργασίες πρόσληψης και προώθησης των εκπαιδευτικών πολιτικών που ασκούνταν.
Ενδείξεις διολίσθησης;
Ορίζουμε, έστω σχηματικά, ως ριζοσπαστική προοδευτική εκπαιδευτική πολιτική το σύνολο εκπαιδευτικών και κοινωνικών μέτρων και προϋποθέσεων, που σε συνδυασμό, συντελούν ώστε να αμβλύνονται και να μειώνονται, όλο και πιο πολύ, οι κοινωνικές ανισότητες, οι κοινωνικές διακρίσεις και τα κοινωνικά εμπόδια, μπροστά στη μόρφωση που είναι δημόσιο και κοινωνικό αγαθό. Σε μια τέτοια περίπτωση, το βασικό κριτήριο επιλογής διοικητικών και συμβουλευτικών στελεχών εκπαίδευσης δεν είναι οι τίτλοι σπουδών, ο αριθμός των δημοσιεύσεων και τα έτη υπηρεσίας, αλλά, κυρίως, το περιεχόμενο του συγγραφικού τους έργου, το περιεχόμενο και ο προσανατολισμός των εκπαιδευτικών τους πρωτοβουλιών στη διάρκεια της θητείας τους και το κοινωνικό πρόσημο της συνολικής τους προσφοράς.
Ήδη, ορισμένες επιλογές που έχουν γίνει εμπεριέχουν, κατά τη γνώμη μας ανησυχητικές ενδείξεις διολίσθησης. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση συγκρότησης της ΔΕΠΠΣ. Κατ αρχάς, η προτεραιότητα των ΠΠΣ δεν εμπίπτει σε μια αριστερή εκπαιδευτική πολιτική. Πολύ περισσότερο, σε περίοδο ανθρωπιστικής κρίσης. Πέρα από αυτό, η Διοικούσα των Πρότυπων και των Πειραματικών, έχει συγκροτηθεί με πρακτικές «παρέας», και στεγάζει απόψεις ή επιλογές που ερωτοτροπούν με τον νεοφιλελευθερισμό: Δύο διδακτολόγοι Φυσικής(!), 1 Βιολόγος, 1 Μαθηματικός, 1 Καθηγητής marketing,1 Πολιτικός Μηχανικός και 1 τέως Περιφερειακή Διευθύντρια, (με ενεργό συμμετοχή στην καθιέρωση της ολοκληρωτικής αξιολόγησης!). Είναι δυνατόν να μη ρωτήσει κανείς, ποιοι από όλους αυτούς έχουν ουσιαστικές ακαδημαϊκές σπουδές στις Επιστήμες της Εκπαίδευσης και προϋποθέσεις για το εγχείρημα της "αναβάθμισης" των Πειραματικών; Εκτός και περιμένουμε από πανεπιστημιακούς της διαφήμισης/marketing να μας δώσουν λύσεις και χορηγούς. Τι δουλειά έχει στη συγκεκριμένη Επιτροπή μέλος μνημονιακών επιτροπών της ΝΔ!
Η άσκηση διοίκησης είναι υπόθεση στράτευσης
Όπως έχουμε γράψει κι άλλοτε, παρακολούθησα ημερίδα με θέμα «Εκπαιδευτική Διοίκηση στην Κύπρο». Από εισηγητή, που ασκεί ηγετικό ρόλο, έγινε λόγος για ηγετικά στυλ, το «επιχειρηματικό», το «συμμετοχικό», το «δομικό», το «παιδαγωγικό», κ.α. Του έκανα την ακόλουθη βασική και καθοριστικής σημασίας ερώτηση: «Είναι ηγέτης ένας διευθυντής σχολείου που ασκεί διοίκηση ως εντολοδόχος, τοποτηρητής και θεματοφύλακας στην αποτελεσματική αναπαραγωγή των υφιστάμενων κοινωνικών σχέσεων άνισης κατανομής πλούτου, προνομίων και εξουσίας; Μήπως, έχει τα χαρακτηριστικά «ηγέτη» ο διευθυντής που, στο πλαίσιο της σχετικής του αυτονομίας, αναπτύσσει μετασχηματιστικές πρωτοβουλίες και επανεξετάζει τους τρόπους με τους οποίους ασκεί διοίκηση ώστε οι εκπαιδευτικοί στη σχολική μονάδα, να συμμετέχουν σε μια διαδικασία «αφύπνισης της συνείδησης» και να μεσολαβούν με πρακτικές που αναχαιτίζουν και αμβλύνουν την αναπαραγωγική λειτουργία του σχολείου;». Η απάντηση που δόθηκε, αν κατάλαβα καλά, ήταν ότι οι διευθυντές-ηγέτες δρουν ανεξάρτητα, ουδέτερα και πέρα από αυτού του είδους τα ερωτήματα, που έτσι κι αλλιώς δεν τίθενται ούτε είναι συμβατά με την «ατζέντα» της «εκπαιδευτικής ηγεσίας»! Είναι ενδιαφέρον ότι αυτές οι απόψεις ευδοκιμούν και στην Ελλάδα Είναι αυτές που πάνε χέρι-χέρι με την αρχή της αξιοκρατίας και της πολιτικής/κομματικής ουδετερότητας. Είναι αυτές, ακριβώς, που αποκρύπτουν τον συντηρητικό ιδεολογικό τους προσανατολισμό στη δικαιολόγηση της αναπαραγωγικής λειτουργίας της εκπαίδευσης σε μια ταξική κοινωνία.
Και η διαφάνεια;
Σε συνδυασμό με τα παραπάνω, η διαφάνεια δεν εξαντλείται στη δημοσιοποίηση των βιογραφικών των υποψηφίων και των μετρήσιμων κριτηρίων που υιοθετούνται. Η διαφάνεια είναι, πρωτίστως, υπόθεση μια σαφούς και ξεκάθαρης οριοθέτησης ενός αριστερού πολτικοιδεολογικού πλαισίου εκπαιδευτικής πολιτικής και η μετάφρασή του σε διαδικασίες, κριτήρια και πολιτικές επιλογές για την άσκησή της. Η καθιέρωση π.χ. της κλήρωσης στα Πειραματικά σχολεία εξασφαλίζει υψηλούς βαθμούς διαφάνειας και σαφήνειας όχι όταν συνδέεται αβάσιμα με την «ανάγκη για αντιπροσωπευτικό δείγμα» μαθητικού πληθυσμού αλλά όταν σχετίζεται με το θεμελιωμένο ισχυρισμό ότι οι εισαγωγικές εξετάσεις λειτουργούν ως κοινωνικά εμπόδια για τους μη κοινωνικά προνομιούχους. Ο πρώτος ισχυρισμός είναι αβάσιμος και δημιουργεί συγχύσεις. Ο δεύτερος είναι ρητός, κατηγορηματικός και διάφανος και εκλύει ορατές διαδικασίες και κριτήρια. Το ίδιο ισχύει και με άλλες διατυπώσεις, όπως π.χ. με την «πολιτική ανεξιθρησκία».
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για να πάρει στα χέρια της και την ουσιαστική εξουσία, δεν έχει άλλη πολιτική επιλογή, παρά να ξηλώσει,-«σύρριζα»,- με τη μέγιστη δυνατή διαφάνεια και δημοσιότητα, τους θύλακες και τους πυρήνες νεοφιλελεύθερων/μνημονιακών αντιλήψεων και πολιτικών, σε κρίσιμες θέσεις του στρατηγικού του σχεδιασμού για την άσκηση της αριστερής πολιτικής που υποσχέθηκε στον ελληνικό λαό. Διαθέτει νωπή την εξουσιοδότηση και εντολή του ελληνικού λαού. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πήρε την ψήφο του λαού, προκειμένου να συνεχίσει, ως άφθαρτο πολιτικό κόμμα, το καταστροφικό έργο των προηγούμενων κυβερνήσεων. Κι αυτό δεν είναι ρεβανσισμός. Είναι μια πολιτική τήρησης υπεσχημένων. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με τις σκληρές διαπραγματεύσεις με τους «θεσμικούς». Άραγε, η εκπαίδευση δεν έχει πολλά ανοιχτά ζητήματα για ριζική επανεξέταση; Εάν δεν τολμήσει κάτι τέτοιο, είναι φανερό ότι προσφέρει θεσμική και πολιτική προστασία σε δυνάμεις που θα αναχαιτίζουν, θα εμποδίζουν και θα στρεβλώνουν την επιδιωκόμενη ριζοσπαστική προοδευτική εκπαιδευτική και ευρύτερα κοινωνική μεταρρύθμιση. Αν δεχτούμε την ανάλυση που έχει γίνει, η κριτική που γίνεται για τις επιλογές των περιφερειακών διευθυντών εκπαίδευσης είναι θεωρητικά και πολιτικά αβάσιμη. Αυτό δε σημαίνει ότι οι συγκεκριμένες επιλογές Περιφερειακών Διευθυντών είναι οι πιο κατάλληλες ,στο πλαίσιο των οριοθετήσεων που κάνουμε με την ανάλυσή μας αυτή. Μια κριτική αποτίμηση, δηλαδή, των επιλογών αυτών προϋποθέτει άλλες αρχές και κριτήρια. Κι αυτό δεν είναι του παρόντος.
Μας χρειάζονται οι περιφερειακοί διευθυντές;
Είναι προφανές ότι η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας είχε να αντιμετωπίσει ένα επείγον ζήτημα, όπως αυτό της επιλογής των νέων περιφερειακών διευθυντών, οι οποίοι κρίνονται απαραίτητοι για την απρόσκοπτη διεξαγωγή των εισαγωγικών εξετάσεων για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ήδη έχουν αρχίσει οι σχετικοί σχεδιασμοί. Ορίστηκαν οι ημερομηνίες, οι διαδικασίες ορισμού των μελών της Κεντρικής Επιτροπής Εξετάσεων, τα Εξεταστικά και Βαθμολογικά Κέντρα, κ.α. Oι Περιφερειακοί Διευθυντές είναι οι Περιφερειακοί Επόπτες των Εξετάσεων. Η απρόσκοπτη και αδιάβλητη διεξαγωγή ήταν ανέκαθεν ένα στοίχημα για τις πολιτικές ηγεσίες του Υπουργείου. Η «απειλή» των εξετάσεων, καθώς φαίνεται, δεν προσέφερε τον απαιτούμενο πολιτικό χρόνο που χρειαζόταν για ριζικές αλλαγές στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, που ισχύει αναφορικά με τις περιφερειακές διευθύνσεις. Ενδεχομένως και την κατάργησή τους!
Υπάρχουν πολλές φωνές που θεμελιώνουν τον βάσιμο ισχυρισμό ότι ο συγκεκριμένος θεσμός, που εντάχτηκε στις διαδικασίες «Καλλικράτης», δε συνιστά ουσιαστική αποκέντρωση στη διοίκηση της εκπαίδευσης όσο μια εκδοχή «αποσυγκεντρωμένου συγκεντρωτισμού». Πρόκειται για ένα θεσμό περιφερειακού επιτηρητή εφαρμογής των εντολών της κεντρικής διοίκησης, χωρίς ουσιαστικές αρμοδιότητες, παρεκτός την άσκηση αποτελεσματικότερου κεντρικού ελέγχου. Κι αυτό εκφράστηκε αποκαλυπτικά τόσο με την προώθηση των πολιτικών της ολοκληρωτικής αξιολόγησης στην εκπαίδευση όσο και με την απόπειρα επιβολής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών του σχολείου της αγοράς αλλά και των αυταρχικών μνημονιακών πολιτικών, που ασκήθηκαν από τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Οι διορισμένοι περιφερειακοί διευθυντές άσκησαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πολλαπλές διοικητικές πιέσεις και ήρθαν σε σύγκρουση με τα συνδικαλιστικά όργανα των εκπαιδευτικών, τις συνδικαλιστικές παρατάξεις, τους Συλλόγους Διδασκόντων, διευθυντές σχολικών μονάδων και μεμονωμένους εκπαιδευτικούς που, για μια ακόμη φορά, αντιστέκονταν σε μια ενορχηστρωμένη επίθεση ολοκληρωτικής επιβολής βαθιά αντιδημοκρατικών μέτρων.
Είναι σαφές ότι οι περιφερειακές διευθύνσεις συγκροτούσαν ένα άτυπο δίκτυο σχέσεων και διαβουλεύσεων που έθεσε σε εφαρμογή τη βιομηχανία των πειθαρχικών διώξεων σε βάρος εκπαιδευτικών, καθώς το Υπουργείο Παιδείας είχε επιδείξει μια πρωτοφανή κινητικότητα και αυταρχισμό, βία, αδιαλλαξία. Σε αυτή την περίπτωση,οι περιφερειακές διευθύνσεις άσκησαν μια ιδιότυπη μορφή τρομοκρατίας στις ζυμώσεις και στις διεργασίες που σημειώνονταν στις συνεδριάσεις των σχολικών μονάδων και στις συνδικαλιστικές μορφές πάλης που εκδηλώθηκαν. Κυρίαρχο εργαλείο ο πειθαναγκασμός, ο εκμαυλισμός και η χειραγώγηση και των στελεχών της εκπαίδευσης. Έχω υπόψη μου παραπεμπτικό, εκ μέρους διευθυντικού στελέχους, που στο κάτω μέρος της σελίδας, παρέθεσε τους μεταπτυχιακούς τίτλους, λες και οι τίτλοι σπουδών χρειάζονταν για να προσδώσουν κύρος και βαρύτητα σε πειθαρχικές διώξεις; Τελικά, πώς θα ήταν, εάν οι σπουδές και οι τίτλοι αξιοποιούνταν σε μια υπόθεση έγκαιρης συμβουλευτικής πρόληψης όλων αυτών που είχαν συμβεί; Μήπως, αυτό που ονομάζουν ορισμένοι «εκπαιδευτική ηγεσία» θα σήμαινε να αξιοποιεί κανείς την εξουσία της διοικητικής του θέσης για να διευρύνει τα όρια της συνεργασίας και της δημοκρατίας με δεσμούς αμοιβαιότητας, αναγνώρισης και σεβασμού προς τους συναδέλφους;
Έγινε γνωστή στο πανελλήνιο ο φάκελος «Ελισάβετ Παπαδοπούλου», εκεί στους Μολάους. Ακόμη και σήμερα, υφίσταται τις δυσμενείς επιπτώσεις («περικοπές μισθού») των διώξεων μια αιρετή εκπαιδευτικός που τόλμησε να μάχεται για την υπεράσπιση του δημόσιου σχολείου και να «βάζει τα πράγματα στη θέση τους»1.
Από περιφερειακός διευθυντής στο φάντασμα του «επιθεωρητή»!
Η άμεση αντικατάστασή των περιφερειακών διευθυντών ήταν επιβεβλημένη και αναμενόμενη. Δε σημαίνει ότι οι επιλογές που έγιναν ήταν οι καλύτερες δυνατές, σύμφωνα με όσα έχουμε υποστηρίξει μέχρι εδώ. Το πώς οι αρχές και τα κριτήρια μεταφράζονται σε διαδικασίες και πρακτικές επιλογής είναι ένα ειδικότερο θέμα που θα χρειαστεί να έχουμε άλλα δεδομένα. Η μεγάλη πολιτική ανατροπή που συντελέστηκε με τις εκλογές και την ψήφο του λαού, στις 25 του Γενάρη του 2015, συνιστά σαφέστατη λαϊκή εντολή και εξουσιοδότηση προς την κυβέρνηση (με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ), να προχωρήσει στην κατάργηση των μνημονιακών, νεοφιλελεύθερων και αντιδημοκρατικών πολιτικών που είχαν ασκηθεί τα τελευταία χρόνια, με τις κυβερνήσεις ΝΔ ή ΠΑΣΟΚ ή ΝΔ/ΠΑΣΟΚ και με τι επιλογές των διευθυντικών στελεχών.
Ο διορισμός των νέων περιφερειακών διευθυντών συνοδεύτηκε από μια, όντως, απροσδόκητη και άκρως αντιφατική διευθέτηση. Το Υπουργείο διατήρησε ανέπαφο το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο και στην τελευταία παράγραφο του σχετικού εγγράφου, μας ενημέρωνε με μια γνωστή, για τέτοιου είδους ρυθμίσεις, διατύπωση ότι : «Για τους αποχωρούντες περιφερειακούς διευθυντές Εκπαίδευσης ισχύει η διάταξη του άρθρου 26 παρ. 14, του Ν.3879/2010 (ΦΕΚ 78 τ. Α’)». Με αυτού του είδους τις διατυπώσεις, χωρίς αναφορά στο περιεχόμενο της σχετικής διάταξης, οι κυβερνήσεις και οι διοικητικές υπηρεσίες, συχνά, επιδιώκουν να αποφύγουν τη άμεση εκδήλωση διαμαρτυριών και αντιδράσεων. Στις διαδικασίες νομοθετικών εργασιών της Βουλής, αυτή η πρακτική ( κυρίως με τροπολογίες ) προσφέρεται ώστε να αποφεύγεται η ουσιαστική συζήτηση και να εξασφαλίζονται πλειοψηφίες, ερήμην του περιεχόμενου.
Στη σχετική αιτιολογική έκθεση αναφερόταν ότι: «Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας των κρίσεων για την επιλογή στελεχών, κρίνεται αδύνατη η συμμετοχή των ήδη υπηρετούντων σε θέσεις Γενικών ή Ειδικών Γραμματέων και Περιφερειακών Διευθυντών Εκπαίδευσης, καθώς και Προέδρων ή Διευθυνόντων Συμβούλων φορέων που εποπτεύονται από το Υπουργείο Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων. Δεδομένου ότι πριν από την επιλογή τους κατείχαν θέσεις διοίκησης, ως στελέχη αυξημένων προσόντων, και προκειμένου να διαφυλαχθεί τόσο το κύρος των θεσμών, όσο και το απρόσκοπτο της άσκησης του έργου τους, εισάγεται η ρύθμιση της παραγράφου 14 του άρθρου 26».
Σε αυτή ορίζεται ότι: «Εκπαιδευτικοί που έχουν διοριστεί σε θέσεις Γενικών ή Ειδικών Γραμματέων και Περιφερειακών Διευθυντών Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, καθώς και Προέδρων ή Διευθυνόντων Συμβούλων φορέων που εποπτεύονται από το Υπουργείο αυτό, μετά τη λύση της σχέσης εργασίας τους στις παραπάνω θέσεις και έως την επιλογή νέων στελεχών εκπαίδευσης υπηρετούν ως στελέχη παιδαγωγικής καθοδήγησης σε περιοχές που επιθυμούν, εκτελώντας καθήκοντα σχολικών συμβούλων της ειδικότητάς τους, τα οποία τους ανατίθενται από τον οικείο Περιφερειακό Διευθυντή εκπαίδευσης, ύστερα από εισήγηση του Τμήματος Επιστημονικής-Παιδαγωγικής Καθοδήγησης».
Το Δ.Σ. της ΟΛΜΕ, με ανακοίνωσή του (18.2.2015) θεωρεί απαράδεκτη και προκλητική τη διάταξη του ν. 3879/10 (άρθρ. 26, παρ. 14) και ζητεί την κατάργηση της. Λίγους μήνες πριν ( Νοέμβριος 2014), ο Υπουργός Παιδείας, Α. Λοβέρδος, είχε προσπαθήσει να φέρει για ψήφιση μια πιο γενναιόδωρη τροπολογία για τη θεσμική προστασία της υπόληψης των περιφερειακών διευθυντών. Σύμφωνα με αυτή, οι περιφ. Διευθυντές εκπαίδευσης θα τοποθετούνταν, κατ’ εξαίρεση, μετά την αποχώρησή από τη θέση τους, ως επιθεωρητές, ελεγκτές δημόσιας διοίκησης καθώς και θα αξιοποιούνταν στη στελέχωση του αυτοτελούς γραφείου συμβούλων του ΥΠΑΙΘ ή ακόμη για επιστημονικό και ερευνητικό έργο σε ΑΕΙ/ΑΤΕΙ, με ειδικό μισθολογικό και συνταξιοδοτικό καθεστώς! Αυτή, αποσύρθηκε, κάτω από το βάρος των διαμαρτυριών που έγιναν.
Η συγκεκριμένη πολιτική επιλογή για εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης είναι βαθύτατα αντιμεταρρυθμιστική. Με αυτή δίνεται η δυνατότητα σε διορισμένα μέλη του διευθυντηρίου της εκπαίδευσης να αποκτήσουν και να κατοχυρώσουν και μια άλλη διακριτή όσο και συμπληρωματική εκπαιδευτική εμπειρία: την εμπειρία της συμβουλευτικής παιδαγωγικής καθοδήγησης. Ουσιαστικά, αυτό μας υπενθυμίζει το μοντέλο του επιθεωρητή που είχε διοικητικές, πειθαρχικές και παιδαγωγικές /εποπτικές αρμοδιότητες. Όσο κρατάει η προσωρινή τους θέση στην παιδαγωγική συμβουλευτική εκπαιδευτική διαδικασία, οι πρώην περιφερειακοί διευθυντές θα έχουν την ευκαιρία να πειραματίζονται στου «κασσίδη το κεφάλι», να μπερδεύουν την άσκηση διοίκησης με τη συμβουλευτική υποστήριξη των εκπαιδευτικών και να συνεχίζουν τα νεοφιλελεύθερα τοξικά παιδαγωγικά προτάγματα μιας «μαύρης παιδαγωγικής». Θα έχουν τη δυνατότητα να εργάζονται για την υπονόμευση των βασικών κατευθύνσεων της ασκούμενης εκπαιδευτικής πολιτικής. Η μετακίνησή τους στο ανθρώπινο δυναμικό των σχολικών συμβούλων συνιστά ευθεία και άμεση υποτίμηση της συμβουλευτικής τους λειτουργίας
Το ερώτημα του Χρ. Κάτσικα είναι αμείλικτο: «Γιατί επιβραβεύονται τα στελέχη εκείνα που τέσσερα χρόνια τώρα εφάρμοσαν με τους πιο σκληρούς όρους την πολιτική που διάλυσε τη δημόσια εκπαίδευση και τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών;» Η πρόταση του Προέδρου της ΟΛΜΕ, του Θ. Κοτσιφάκη, «όλοι οι κύριοι αυτοί, πίσω στις τάξεις» ακούγεται ως η μόνη αποδεκτή λύση. Θα σημειώναμε, ωστόσο, την ανάγκη να ολοκληρώσουν ειδικό πρόγραμμα επιμόρφωσης για την απεξάρτησή τους από την τοξικότητα των νεοφιλελεύθερων προταγμάτων για το σχολείο, το μαθητή, τη διδασκαλία. Υπάρχει ένας κρίσιμος δείκτης αυτεπίγνωσης: Θα βρεθεί, άραγε, έστω και ένας πρώην περιφερειακός διευθυντής που να μην αποδεχτεί το προκλητικό προνόμιο που του δίνει ένας χαριστικός νόμος;
Και η αριστερά;
Ο εκδημοκρατισμός της Διοίκησης της Εκπαίδευσης είναι ένα ανοικτό πεδίο για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Το εγχείρημα θα γίνεται όλο και δυσκολότερο, όσο αυτός αναβάλλεται με κυβερνητικές αποφάσεις που ουσιαστικά διαιωνίζουν και εμπεδώνουν το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο διοίκησης. Ένα σημαντικό κι αποφασιστικό βήμα, που χρειάζεται να κάνουν όσοι έχουν την ευθύνη στο Υπουργείο Παιδείας, είναι η αποφυγή «κούφιων» επικοινωνιακών πρακτικών και η μηδενική ανοχή κι αποκήρυξη γνώριμων στο πολιτικό σύστημα επιλογών με «κολλητούς» ή την «παρέα», που, αν και λαμβάνονται εκτός οργάνων του κόμματος, χρεώνονται στο κόμμα. Το κόμμα δεν είναι να απολογείται για αποφάσεις και επιλογές που δεν έχουν κάνει τα όργανα που το συγκροτούν. Το κόμμα ως «συλλογικός διανοούμενος» είναι για να δίνει τον κρίσιμο αγώνα της ιδεολογικής ηγεμονίας. Αυτός εάν δεν κερδηθεί, το σενάριο της κυβερνητικής παρένθεσης είναι αναπόφευκτο.
O Κ. Δουζίνας πρόσφατα υποστήριξε ότι «Το κόμμα πρέπει να μείνει αυτόνομο και να μην έχει σχέση με το κράτος. Δε πρέπει να μεταπηδήσουν ξαφνικά τα κομματικά στελέχη στον κρατικό μηχανισμό, γιατί αυτό θα ήταν, εκτός των άλλων, η απόδειξη της κατηγορίας που εκτοξεύουν διαρκώς προς τον ΣΥΡΙΖΑ ότι θα γίνει το νέο ΠΑΣΟΚ. Αλλά εδώ το εξετάζουμε από μια πιο θεωρητική πλευρά: Εκλογική νίκη δεν σημαίνει και ηγεμονία της Αριστεράς, την ηγεμονία εξακολουθεί να την έχει ο καπιταλισμός. Όχι ο Σαμαράς ή η δεξιά ιδεολογία αλλά ο καπιταλισμός με την έννοια των αντιλήψεων, των πρακτικών ή των τρόπων ζωής. Ένα κόμμα θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν μηχανισμός παραγωγής μιας άλλης ηγεμονίας, μόνο στο βαθμό που θα παρέμενε ανεξάρτητο από το κράτος και θα ερχόταν ακόμα και σε αντίθεση με κρατικές και κυβερνητικές πολιτικές, εάν αυτές δεν θα ήταν συμβατές με τις αρχές και τις αξίες του. Και για τη σταδιακή δημιουργία αυτής της ηγεμονίας τα κινήματα πρέπει να μείνουν ανεξάρτητα από το κόμμα και να το μπολιάζουν με μεθόδους, ιδέες και πρακτικές και το κόμμα ανεξάρτητο από το κράτος σαν ένας φίλος και ελεγκτής. Μια δύσκολη τριγωνική σχέση από την οποία εξαρτάται η επιτυχία της Αριστεράς »2.
Η πιο επείγουσα, δηλαδή, πρόκληση για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι η συγκρότηση μιας πρότασης πολιτικής συμμαχίας που να είναι αταλάντευτα αντίπαλη στα κυρίαρχα νεοφιλελεύθερα νεοσυντηρητικά προτάγματα που έχουν διεισδύσει και έχουν εμπεδωθεί στην ελληνική εκπαίδευση με τη συνέργεια υπερεθνικών και ευρωπαϊκών οργάνων και τον πακτωλό των κοινοτικών κονδυλίων. Έχουμε, για πολλά χρόνια, εκτεθεί σε διεργασίες ενός εργαστηρίου: Το ευρωπαϊκό και υπερεθνικό εργαστήριο του άκρατου ανταγωνισμού, της εξατομίκευσης, του ατομικισμού, της απόσυρσης και της παραίτησης, της εκμετάλλευσης, της απλήρωτης εργασίας, της ανεργίας, της ευέλικτης/επισφαλούς εργασίας, της φτώχειας, της υποβάθμισης των πολτικών υγείας και στέγασης, της λιτότητας, του χρέους/των χρεών, των ενοχών, της κατανάλωσης, της υποταγής, της υπακοής, της ανείπωτης βίας, της καταστολής, της ποινικοποίησης των κοινωνικών δικαιωμάτων, της ιδιώτευσης, της εμπορευματοποίησης της εκπαίδευσης, της υπονόμευσης του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της μόρφωσης. Σε αυτό το Ευρωπαϊκό εργαστήριο, στο όνομα της σύγκλισης, της εναρμόνισης και της ομοιοτροπίας, σμιλευτήκαμε και «κάναμε την εργασία επί του εαυτού» για να είμαστε προσιτοί και ευάλωτοι στην ακαταμάχητη γοητεία της κυρίαρχης νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας και έτοιμοι ώστε να κάνουμε θυσίες για να «κρατηθεί στη ζωή ένας άρρωστος καπιταλισμός»(Lazzarato, M). Εάν στην περίπτωση της εκπαίδευσης, δεν επιτύχουμε να συγκροτήσουμε αντίπαλη ηγεμονία στο πεδίο της σχέσης σχολείου και κοινωνίας ή/και στο πεδίο άσκησης της διοίκησης και της διδασκαλίας, εκεί, δηλαδή, όπου εκδηλώνονται οι κοινωνικές ανισότητες, οι κοινωνικές διακρίσεις, οι κοινωνικές αντιθέσεις και οι κοινωνικές συγκρούσεις, η υπόθεση της αριστερής ριζοσπαστικής προοδευτικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης θα είναι ναρκοθετημένη και η κατάκτηση μιας ευρύτερης ιδεολογικής ηγεμονίας θα είναι ανοικτή σε αναδιπλώσεις, παλινδρομήσεις και ματαιώσεις.
Όπως σημειώναμε κι άλλοτε, μέσα σε συνθήκες ανθρωπιστικής κρίσης, τα σχολεία , με τους διευθυντές και τους εκπαιδευτικούς, δε μπορούν, πλέον, να περιορίζονται στην τυπική διεκπεραίωση του έργου. Η κοινωνική σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού, η ανθρωπιστική κρίση και οι απειλές κατά του δημόσιου και δωρεάν σχολείου αναδεικνύει άλλες παιδαγωγικές προτεραιότητες: την παιδαγωγική της αισιοδοξίας, την παιδαγωγική της άμβλυνσης των διάφορων μορφών διάκρισης, την παιδαγωγική του τακτ, του σεβασμού και της αναγνώρισης του άλλου, την παιδαγωγική της μέριμνας, της έγνοιας, της φροντίδας και της αλληλεγγύης, την παιδαγωγική της θετικής αξιολόγησης και θετικής διάκρισης. Σ' αυτό το πεδίο χρειαζόμαστε έναν ελεύθερο και δημιουργικό δάσκαλο έτοιμο για μαθήματα και εμπειρίες αγωγής χρόνου, αγωγής υγείας, αγωγής περιβάλλοντος, αγωγής ειρήνης και κοινωνικής αλληλεγγύης, αγωγής επικοινωνίας και συνεργασίας, σεβασμού και αποδοχής του άλλου, αγωγής αυτογνωσίας και αυτοεκτίμησης, κ. ά. Όλα αυτά προϋποθέτουν τον εκδημοκρατισμό της διοίκησης στην εκπαίδευση, το βάθεμα του εκδημοκρατισμού στην ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία και τη μάχη για την ανθρωπιστική κρίση στην κοινωνία, που είναι μια μάχη ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση και στο εκβιασμό των νέων τεχνικών άσκησης της εξουσίας μέσα από τις σχέσεις χρέους-οφειλής, πιστωτών και δανειστών.
«Πολιτική ανεξιθρησκία»;
Στα ρεπορτάζ των εφημερίδων και στα ηλεκτρονικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης έγιναν αρκετά σχόλια για την «πολιτική ανεξιθρησκία». Ορισμένοι υπέδειξαν, μάλιστα, ότι θα ήταν πιο συγκροτημένη η σχετική δήλωση, εάν αναφερόταν σε «κομματική ανεξιθρησκία»! Η σχετική δήλωση έδωσε την ευκαιρία ώστε να καταλογιστεί στον Υπουργό ανακολουθία. Αδυνατούμε να δεχτούμε ότι ο Υπουργός Παιδείας επικαλέστηκε την πολιτικοιδεολογική του ουδετερότητα, κατά την άσκηση του έργου του. Δήλωσε, άλλωστε, απερίφραστα, ότι είναι μαρξιστής. Συνήθως, οι συντηρητικοί Υπουργοί διακηρύσσουν την κοινωνικοπολιτική τους ουδετερότητα, την ίδια στιγμή που υιοθετούν ακραιφνείς νεοφιλελεύθερες πολιτικές στις επιλογές τους. Προφανώς, ο Υπουργός Παιδείας, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ήθελε να εκφράσει τις νέες ανάγκες που έχει ένα αριστερό κόμμα που, για πρώτη φορά αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση της χώρας, με την υποστήριξη κοινωνικών στρωμάτων που δεν ανήκαν στη δύναμή του. Ήταν, δηλαδή, ένα άνοιγμα προοπτικής προς τους εκπαιδευτικούς και τους εργαζόμενους ώστε να ενταχθούν ενεργά και συνειδητά στις διεργασίες διαμόρφωσης και άσκησης μιας αριστερής εκπαιδευτικής πολιτικής. Εάν δε δήλωνε «πολιτική/κομματική ανεξιθρησκία», ήταν ως εάν να περιόριζε τον κύκλο των ενδιαφερομένων, αποκλειστικά, σε κομματικά στελέχη, κι εδώ η δεξαμενή είναι πολύ περιορισμένη. Υπάρχει, δηλαδή, ένα ζήτημα πολιτικής βιωσιμότητας, διείσδυσης διεύρυνσης ενός κόμματος, που μέχρι πρότινος εκφραζόταν με πολύ χαμηλά ποσοστά στο εκλογικό σώμα. Είναι, βέβαια, γνωστή, η μεγάλη συζήτηση που έχει γίνει για τις έκτακτες και άτακτες «μεταγραφές» ή μετακινήσεις πρώην στελεχών του ΠΑΣΟΚ προς το ΣΥΡΙΖΑ. Από τη σχετική συζήτηση προκύπτει η εκτίμηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την ανάγκη μιας σοβαρής κοινωνικής διείσδυσης ώστε να μπορέσει να οικοδομήσει βαθμιαία την πλατιά κοινωνική βάση μιας αριστερής ηγεμονίας. Κάτι, που, κατά προτεραιότητα, είναι υπόθεση του κόμματος. Η κατανομή στρατηγικών θέσεων της διοίκησης δε μπορεί να μετατραπεί σε μηχανισμό προσέλκυσης, αλίευσης ή στρατολόγησης νέων μελών στο κόμμα.
Η αξιοκρατία δεν είναι ουδέτερη
Αλλά εάν η «πολιτική ανεξιθρησκία» δεν προσφέρει έρεισμα για τη θεμελίωση της επιλογής διευθυντικών στελεχών, η αναφορά σε αρχές, διαδικασίες και κριτήρια μιας τυφλής αξιοκρατίας, είναι, προδήλως, ανεδαφική. Δεν υπάρχει –κοινωνικά, πολιτικά και ιδεολογικά- ουδέτερη αξιοκρατική διαδικασία επιλογής διευθυντικών και συμβουλευτικών στελεχών σε κρίσιμους τομείς της εκπαίδευσης. Γι αυτό, συνήθως, λέγεται ότι οι θέσεις αυτές είναι «πολιτικές». Ας φανταστούμε, τι θα σήμαινε, εάν επιλεγόταν για τις θέσεις των Περιφερειακών Διευθυντών και για τη θέση του Προέδρου και των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του ΙΕΠ ( και των άλλων εποπτευόμενων φορέων) υποψήφιοι με πολλά τυπικά προσόντα και τίτλους, πλην όμως, εκφραστές των πιο ακραιφνών νεοφιλελεύθερων εκδοχών για την εκπαίδευση και την κοινωνία! Μια τέτοια επιλογή, εκ μέρους των Υπουργών της Παιδείας, θα σήμαινε μια άκρως αντιφατική επιλογή που θα είχε ανυπολόγιστες αντιμεταρρυθμιστικές συνέπειες στην προώθηση προοδευτικών ριζοσπαστικών πολιτικών μιας αριστερής κυβέρνησης στην εκπαίδευση.
Αυτό που συνέβαινε στο παρελθόν, με την αναλογική ποσόστωση και κατανομή των θέσεων, ανάλογα με τη δύναμη των κομμάτων, είναι προφανές ότι επρόκειτο για μια κακέκτυπη εκδοχή «συντεχνιακής συναίνεσης και ειρήνης». Αυτή επηρέαζε την αντίστοιχη κοινωνική δυναμική που εκδηλωνόταν, κάθε φορά, σε περιόδους κρίσης στις σχέσεις εκπαιδευτικών και Υπουργείου Παιδείας. Αυτό επηρέαζε και τις ίδιες τις διεργασίες πρόσληψης και προώθησης των εκπαιδευτικών πολιτικών που ασκούνταν.
Ενδείξεις διολίσθησης;
Ορίζουμε, έστω σχηματικά, ως ριζοσπαστική προοδευτική εκπαιδευτική πολιτική το σύνολο εκπαιδευτικών και κοινωνικών μέτρων και προϋποθέσεων, που σε συνδυασμό, συντελούν ώστε να αμβλύνονται και να μειώνονται, όλο και πιο πολύ, οι κοινωνικές ανισότητες, οι κοινωνικές διακρίσεις και τα κοινωνικά εμπόδια, μπροστά στη μόρφωση που είναι δημόσιο και κοινωνικό αγαθό. Σε μια τέτοια περίπτωση, το βασικό κριτήριο επιλογής διοικητικών και συμβουλευτικών στελεχών εκπαίδευσης δεν είναι οι τίτλοι σπουδών, ο αριθμός των δημοσιεύσεων και τα έτη υπηρεσίας, αλλά, κυρίως, το περιεχόμενο του συγγραφικού τους έργου, το περιεχόμενο και ο προσανατολισμός των εκπαιδευτικών τους πρωτοβουλιών στη διάρκεια της θητείας τους και το κοινωνικό πρόσημο της συνολικής τους προσφοράς.
Ήδη, ορισμένες επιλογές που έχουν γίνει εμπεριέχουν, κατά τη γνώμη μας ανησυχητικές ενδείξεις διολίσθησης. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση συγκρότησης της ΔΕΠΠΣ. Κατ αρχάς, η προτεραιότητα των ΠΠΣ δεν εμπίπτει σε μια αριστερή εκπαιδευτική πολιτική. Πολύ περισσότερο, σε περίοδο ανθρωπιστικής κρίσης. Πέρα από αυτό, η Διοικούσα των Πρότυπων και των Πειραματικών, έχει συγκροτηθεί με πρακτικές «παρέας», και στεγάζει απόψεις ή επιλογές που ερωτοτροπούν με τον νεοφιλελευθερισμό: Δύο διδακτολόγοι Φυσικής(!), 1 Βιολόγος, 1 Μαθηματικός, 1 Καθηγητής marketing,1 Πολιτικός Μηχανικός και 1 τέως Περιφερειακή Διευθύντρια, (με ενεργό συμμετοχή στην καθιέρωση της ολοκληρωτικής αξιολόγησης!). Είναι δυνατόν να μη ρωτήσει κανείς, ποιοι από όλους αυτούς έχουν ουσιαστικές ακαδημαϊκές σπουδές στις Επιστήμες της Εκπαίδευσης και προϋποθέσεις για το εγχείρημα της "αναβάθμισης" των Πειραματικών; Εκτός και περιμένουμε από πανεπιστημιακούς της διαφήμισης/marketing να μας δώσουν λύσεις και χορηγούς. Τι δουλειά έχει στη συγκεκριμένη Επιτροπή μέλος μνημονιακών επιτροπών της ΝΔ!
Η άσκηση διοίκησης είναι υπόθεση στράτευσης
Όπως έχουμε γράψει κι άλλοτε, παρακολούθησα ημερίδα με θέμα «Εκπαιδευτική Διοίκηση στην Κύπρο». Από εισηγητή, που ασκεί ηγετικό ρόλο, έγινε λόγος για ηγετικά στυλ, το «επιχειρηματικό», το «συμμετοχικό», το «δομικό», το «παιδαγωγικό», κ.α. Του έκανα την ακόλουθη βασική και καθοριστικής σημασίας ερώτηση: «Είναι ηγέτης ένας διευθυντής σχολείου που ασκεί διοίκηση ως εντολοδόχος, τοποτηρητής και θεματοφύλακας στην αποτελεσματική αναπαραγωγή των υφιστάμενων κοινωνικών σχέσεων άνισης κατανομής πλούτου, προνομίων και εξουσίας; Μήπως, έχει τα χαρακτηριστικά «ηγέτη» ο διευθυντής που, στο πλαίσιο της σχετικής του αυτονομίας, αναπτύσσει μετασχηματιστικές πρωτοβουλίες και επανεξετάζει τους τρόπους με τους οποίους ασκεί διοίκηση ώστε οι εκπαιδευτικοί στη σχολική μονάδα, να συμμετέχουν σε μια διαδικασία «αφύπνισης της συνείδησης» και να μεσολαβούν με πρακτικές που αναχαιτίζουν και αμβλύνουν την αναπαραγωγική λειτουργία του σχολείου;». Η απάντηση που δόθηκε, αν κατάλαβα καλά, ήταν ότι οι διευθυντές-ηγέτες δρουν ανεξάρτητα, ουδέτερα και πέρα από αυτού του είδους τα ερωτήματα, που έτσι κι αλλιώς δεν τίθενται ούτε είναι συμβατά με την «ατζέντα» της «εκπαιδευτικής ηγεσίας»! Είναι ενδιαφέρον ότι αυτές οι απόψεις ευδοκιμούν και στην Ελλάδα Είναι αυτές που πάνε χέρι-χέρι με την αρχή της αξιοκρατίας και της πολιτικής/κομματικής ουδετερότητας. Είναι αυτές, ακριβώς, που αποκρύπτουν τον συντηρητικό ιδεολογικό τους προσανατολισμό στη δικαιολόγηση της αναπαραγωγικής λειτουργίας της εκπαίδευσης σε μια ταξική κοινωνία.
Και η διαφάνεια;
Σε συνδυασμό με τα παραπάνω, η διαφάνεια δεν εξαντλείται στη δημοσιοποίηση των βιογραφικών των υποψηφίων και των μετρήσιμων κριτηρίων που υιοθετούνται. Η διαφάνεια είναι, πρωτίστως, υπόθεση μια σαφούς και ξεκάθαρης οριοθέτησης ενός αριστερού πολτικοιδεολογικού πλαισίου εκπαιδευτικής πολιτικής και η μετάφρασή του σε διαδικασίες, κριτήρια και πολιτικές επιλογές για την άσκησή της. Η καθιέρωση π.χ. της κλήρωσης στα Πειραματικά σχολεία εξασφαλίζει υψηλούς βαθμούς διαφάνειας και σαφήνειας όχι όταν συνδέεται αβάσιμα με την «ανάγκη για αντιπροσωπευτικό δείγμα» μαθητικού πληθυσμού αλλά όταν σχετίζεται με το θεμελιωμένο ισχυρισμό ότι οι εισαγωγικές εξετάσεις λειτουργούν ως κοινωνικά εμπόδια για τους μη κοινωνικά προνομιούχους. Ο πρώτος ισχυρισμός είναι αβάσιμος και δημιουργεί συγχύσεις. Ο δεύτερος είναι ρητός, κατηγορηματικός και διάφανος και εκλύει ορατές διαδικασίες και κριτήρια. Το ίδιο ισχύει και με άλλες διατυπώσεις, όπως π.χ. με την «πολιτική ανεξιθρησκία».
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για να πάρει στα χέρια της και την ουσιαστική εξουσία, δεν έχει άλλη πολιτική επιλογή, παρά να ξηλώσει,-«σύρριζα»,- με τη μέγιστη δυνατή διαφάνεια και δημοσιότητα, τους θύλακες και τους πυρήνες νεοφιλελεύθερων/μνημονιακών αντιλήψεων και πολιτικών, σε κρίσιμες θέσεις του στρατηγικού του σχεδιασμού για την άσκηση της αριστερής πολιτικής που υποσχέθηκε στον ελληνικό λαό. Διαθέτει νωπή την εξουσιοδότηση και εντολή του ελληνικού λαού. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πήρε την ψήφο του λαού, προκειμένου να συνεχίσει, ως άφθαρτο πολιτικό κόμμα, το καταστροφικό έργο των προηγούμενων κυβερνήσεων. Κι αυτό δεν είναι ρεβανσισμός. Είναι μια πολιτική τήρησης υπεσχημένων. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με τις σκληρές διαπραγματεύσεις με τους «θεσμικούς». Άραγε, η εκπαίδευση δεν έχει πολλά ανοιχτά ζητήματα για ριζική επανεξέταση; Εάν δεν τολμήσει κάτι τέτοιο, είναι φανερό ότι προσφέρει θεσμική και πολιτική προστασία σε δυνάμεις που θα αναχαιτίζουν, θα εμποδίζουν και θα στρεβλώνουν την επιδιωκόμενη ριζοσπαστική προοδευτική εκπαιδευτική και ευρύτερα κοινωνική μεταρρύθμιση. Αν δεχτούμε την ανάλυση που έχει γίνει, η κριτική που γίνεται για τις επιλογές των περιφερειακών διευθυντών εκπαίδευσης είναι θεωρητικά και πολιτικά αβάσιμη. Αυτό δε σημαίνει ότι οι συγκεκριμένες επιλογές Περιφερειακών Διευθυντών είναι οι πιο κατάλληλες ,στο πλαίσιο των οριοθετήσεων που κάνουμε με την ανάλυσή μας αυτή. Μια κριτική αποτίμηση, δηλαδή, των επιλογών αυτών προϋποθέτει άλλες αρχές και κριτήρια. Κι αυτό δεν είναι του παρόντος.
Μας χρειάζονται οι περιφερειακοί διευθυντές;
Είναι προφανές ότι η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας είχε να αντιμετωπίσει ένα επείγον ζήτημα, όπως αυτό της επιλογής των νέων περιφερειακών διευθυντών, οι οποίοι κρίνονται απαραίτητοι για την απρόσκοπτη διεξαγωγή των εισαγωγικών εξετάσεων για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ήδη έχουν αρχίσει οι σχετικοί σχεδιασμοί. Ορίστηκαν οι ημερομηνίες, οι διαδικασίες ορισμού των μελών της Κεντρικής Επιτροπής Εξετάσεων, τα Εξεταστικά και Βαθμολογικά Κέντρα, κ.α. Oι Περιφερειακοί Διευθυντές είναι οι Περιφερειακοί Επόπτες των Εξετάσεων. Η απρόσκοπτη και αδιάβλητη διεξαγωγή ήταν ανέκαθεν ένα στοίχημα για τις πολιτικές ηγεσίες του Υπουργείου. Η «απειλή» των εξετάσεων, καθώς φαίνεται, δεν προσέφερε τον απαιτούμενο πολιτικό χρόνο που χρειαζόταν για ριζικές αλλαγές στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, που ισχύει αναφορικά με τις περιφερειακές διευθύνσεις. Ενδεχομένως και την κατάργησή τους!
Υπάρχουν πολλές φωνές που θεμελιώνουν τον βάσιμο ισχυρισμό ότι ο συγκεκριμένος θεσμός, που εντάχτηκε στις διαδικασίες «Καλλικράτης», δε συνιστά ουσιαστική αποκέντρωση στη διοίκηση της εκπαίδευσης όσο μια εκδοχή «αποσυγκεντρωμένου συγκεντρωτισμού». Πρόκειται για ένα θεσμό περιφερειακού επιτηρητή εφαρμογής των εντολών της κεντρικής διοίκησης, χωρίς ουσιαστικές αρμοδιότητες, παρεκτός την άσκηση αποτελεσματικότερου κεντρικού ελέγχου. Κι αυτό εκφράστηκε αποκαλυπτικά τόσο με την προώθηση των πολιτικών της ολοκληρωτικής αξιολόγησης στην εκπαίδευση όσο και με την απόπειρα επιβολής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών του σχολείου της αγοράς αλλά και των αυταρχικών μνημονιακών πολιτικών, που ασκήθηκαν από τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Οι διορισμένοι περιφερειακοί διευθυντές άσκησαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πολλαπλές διοικητικές πιέσεις και ήρθαν σε σύγκρουση με τα συνδικαλιστικά όργανα των εκπαιδευτικών, τις συνδικαλιστικές παρατάξεις, τους Συλλόγους Διδασκόντων, διευθυντές σχολικών μονάδων και μεμονωμένους εκπαιδευτικούς που, για μια ακόμη φορά, αντιστέκονταν σε μια ενορχηστρωμένη επίθεση ολοκληρωτικής επιβολής βαθιά αντιδημοκρατικών μέτρων.
Είναι σαφές ότι οι περιφερειακές διευθύνσεις συγκροτούσαν ένα άτυπο δίκτυο σχέσεων και διαβουλεύσεων που έθεσε σε εφαρμογή τη βιομηχανία των πειθαρχικών διώξεων σε βάρος εκπαιδευτικών, καθώς το Υπουργείο Παιδείας είχε επιδείξει μια πρωτοφανή κινητικότητα και αυταρχισμό, βία, αδιαλλαξία. Σε αυτή την περίπτωση,οι περιφερειακές διευθύνσεις άσκησαν μια ιδιότυπη μορφή τρομοκρατίας στις ζυμώσεις και στις διεργασίες που σημειώνονταν στις συνεδριάσεις των σχολικών μονάδων και στις συνδικαλιστικές μορφές πάλης που εκδηλώθηκαν. Κυρίαρχο εργαλείο ο πειθαναγκασμός, ο εκμαυλισμός και η χειραγώγηση και των στελεχών της εκπαίδευσης. Έχω υπόψη μου παραπεμπτικό, εκ μέρους διευθυντικού στελέχους, που στο κάτω μέρος της σελίδας, παρέθεσε τους μεταπτυχιακούς τίτλους, λες και οι τίτλοι σπουδών χρειάζονταν για να προσδώσουν κύρος και βαρύτητα σε πειθαρχικές διώξεις; Τελικά, πώς θα ήταν, εάν οι σπουδές και οι τίτλοι αξιοποιούνταν σε μια υπόθεση έγκαιρης συμβουλευτικής πρόληψης όλων αυτών που είχαν συμβεί; Μήπως, αυτό που ονομάζουν ορισμένοι «εκπαιδευτική ηγεσία» θα σήμαινε να αξιοποιεί κανείς την εξουσία της διοικητικής του θέσης για να διευρύνει τα όρια της συνεργασίας και της δημοκρατίας με δεσμούς αμοιβαιότητας, αναγνώρισης και σεβασμού προς τους συναδέλφους;
Έγινε γνωστή στο πανελλήνιο ο φάκελος «Ελισάβετ Παπαδοπούλου», εκεί στους Μολάους. Ακόμη και σήμερα, υφίσταται τις δυσμενείς επιπτώσεις («περικοπές μισθού») των διώξεων μια αιρετή εκπαιδευτικός που τόλμησε να μάχεται για την υπεράσπιση του δημόσιου σχολείου και να «βάζει τα πράγματα στη θέση τους»1.
Από περιφερειακός διευθυντής στο φάντασμα του «επιθεωρητή»!
Η άμεση αντικατάστασή των περιφερειακών διευθυντών ήταν επιβεβλημένη και αναμενόμενη. Δε σημαίνει ότι οι επιλογές που έγιναν ήταν οι καλύτερες δυνατές, σύμφωνα με όσα έχουμε υποστηρίξει μέχρι εδώ. Το πώς οι αρχές και τα κριτήρια μεταφράζονται σε διαδικασίες και πρακτικές επιλογής είναι ένα ειδικότερο θέμα που θα χρειαστεί να έχουμε άλλα δεδομένα. Η μεγάλη πολιτική ανατροπή που συντελέστηκε με τις εκλογές και την ψήφο του λαού, στις 25 του Γενάρη του 2015, συνιστά σαφέστατη λαϊκή εντολή και εξουσιοδότηση προς την κυβέρνηση (με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ), να προχωρήσει στην κατάργηση των μνημονιακών, νεοφιλελεύθερων και αντιδημοκρατικών πολιτικών που είχαν ασκηθεί τα τελευταία χρόνια, με τις κυβερνήσεις ΝΔ ή ΠΑΣΟΚ ή ΝΔ/ΠΑΣΟΚ και με τι επιλογές των διευθυντικών στελεχών.
Ο διορισμός των νέων περιφερειακών διευθυντών συνοδεύτηκε από μια, όντως, απροσδόκητη και άκρως αντιφατική διευθέτηση. Το Υπουργείο διατήρησε ανέπαφο το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο και στην τελευταία παράγραφο του σχετικού εγγράφου, μας ενημέρωνε με μια γνωστή, για τέτοιου είδους ρυθμίσεις, διατύπωση ότι : «Για τους αποχωρούντες περιφερειακούς διευθυντές Εκπαίδευσης ισχύει η διάταξη του άρθρου 26 παρ. 14, του Ν.3879/2010 (ΦΕΚ 78 τ. Α’)». Με αυτού του είδους τις διατυπώσεις, χωρίς αναφορά στο περιεχόμενο της σχετικής διάταξης, οι κυβερνήσεις και οι διοικητικές υπηρεσίες, συχνά, επιδιώκουν να αποφύγουν τη άμεση εκδήλωση διαμαρτυριών και αντιδράσεων. Στις διαδικασίες νομοθετικών εργασιών της Βουλής, αυτή η πρακτική ( κυρίως με τροπολογίες ) προσφέρεται ώστε να αποφεύγεται η ουσιαστική συζήτηση και να εξασφαλίζονται πλειοψηφίες, ερήμην του περιεχόμενου.
Στη σχετική αιτιολογική έκθεση αναφερόταν ότι: «Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας των κρίσεων για την επιλογή στελεχών, κρίνεται αδύνατη η συμμετοχή των ήδη υπηρετούντων σε θέσεις Γενικών ή Ειδικών Γραμματέων και Περιφερειακών Διευθυντών Εκπαίδευσης, καθώς και Προέδρων ή Διευθυνόντων Συμβούλων φορέων που εποπτεύονται από το Υπουργείο Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων. Δεδομένου ότι πριν από την επιλογή τους κατείχαν θέσεις διοίκησης, ως στελέχη αυξημένων προσόντων, και προκειμένου να διαφυλαχθεί τόσο το κύρος των θεσμών, όσο και το απρόσκοπτο της άσκησης του έργου τους, εισάγεται η ρύθμιση της παραγράφου 14 του άρθρου 26».
Σε αυτή ορίζεται ότι: «Εκπαιδευτικοί που έχουν διοριστεί σε θέσεις Γενικών ή Ειδικών Γραμματέων και Περιφερειακών Διευθυντών Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, καθώς και Προέδρων ή Διευθυνόντων Συμβούλων φορέων που εποπτεύονται από το Υπουργείο αυτό, μετά τη λύση της σχέσης εργασίας τους στις παραπάνω θέσεις και έως την επιλογή νέων στελεχών εκπαίδευσης υπηρετούν ως στελέχη παιδαγωγικής καθοδήγησης σε περιοχές που επιθυμούν, εκτελώντας καθήκοντα σχολικών συμβούλων της ειδικότητάς τους, τα οποία τους ανατίθενται από τον οικείο Περιφερειακό Διευθυντή εκπαίδευσης, ύστερα από εισήγηση του Τμήματος Επιστημονικής-Παιδαγωγικής Καθοδήγησης».
Το Δ.Σ. της ΟΛΜΕ, με ανακοίνωσή του (18.2.2015) θεωρεί απαράδεκτη και προκλητική τη διάταξη του ν. 3879/10 (άρθρ. 26, παρ. 14) και ζητεί την κατάργηση της. Λίγους μήνες πριν ( Νοέμβριος 2014), ο Υπουργός Παιδείας, Α. Λοβέρδος, είχε προσπαθήσει να φέρει για ψήφιση μια πιο γενναιόδωρη τροπολογία για τη θεσμική προστασία της υπόληψης των περιφερειακών διευθυντών. Σύμφωνα με αυτή, οι περιφ. Διευθυντές εκπαίδευσης θα τοποθετούνταν, κατ’ εξαίρεση, μετά την αποχώρησή από τη θέση τους, ως επιθεωρητές, ελεγκτές δημόσιας διοίκησης καθώς και θα αξιοποιούνταν στη στελέχωση του αυτοτελούς γραφείου συμβούλων του ΥΠΑΙΘ ή ακόμη για επιστημονικό και ερευνητικό έργο σε ΑΕΙ/ΑΤΕΙ, με ειδικό μισθολογικό και συνταξιοδοτικό καθεστώς! Αυτή, αποσύρθηκε, κάτω από το βάρος των διαμαρτυριών που έγιναν.
Η συγκεκριμένη πολιτική επιλογή για εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης είναι βαθύτατα αντιμεταρρυθμιστική. Με αυτή δίνεται η δυνατότητα σε διορισμένα μέλη του διευθυντηρίου της εκπαίδευσης να αποκτήσουν και να κατοχυρώσουν και μια άλλη διακριτή όσο και συμπληρωματική εκπαιδευτική εμπειρία: την εμπειρία της συμβουλευτικής παιδαγωγικής καθοδήγησης. Ουσιαστικά, αυτό μας υπενθυμίζει το μοντέλο του επιθεωρητή που είχε διοικητικές, πειθαρχικές και παιδαγωγικές /εποπτικές αρμοδιότητες. Όσο κρατάει η προσωρινή τους θέση στην παιδαγωγική συμβουλευτική εκπαιδευτική διαδικασία, οι πρώην περιφερειακοί διευθυντές θα έχουν την ευκαιρία να πειραματίζονται στου «κασσίδη το κεφάλι», να μπερδεύουν την άσκηση διοίκησης με τη συμβουλευτική υποστήριξη των εκπαιδευτικών και να συνεχίζουν τα νεοφιλελεύθερα τοξικά παιδαγωγικά προτάγματα μιας «μαύρης παιδαγωγικής». Θα έχουν τη δυνατότητα να εργάζονται για την υπονόμευση των βασικών κατευθύνσεων της ασκούμενης εκπαιδευτικής πολιτικής. Η μετακίνησή τους στο ανθρώπινο δυναμικό των σχολικών συμβούλων συνιστά ευθεία και άμεση υποτίμηση της συμβουλευτικής τους λειτουργίας
Το ερώτημα του Χρ. Κάτσικα είναι αμείλικτο: «Γιατί επιβραβεύονται τα στελέχη εκείνα που τέσσερα χρόνια τώρα εφάρμοσαν με τους πιο σκληρούς όρους την πολιτική που διάλυσε τη δημόσια εκπαίδευση και τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών;» Η πρόταση του Προέδρου της ΟΛΜΕ, του Θ. Κοτσιφάκη, «όλοι οι κύριοι αυτοί, πίσω στις τάξεις» ακούγεται ως η μόνη αποδεκτή λύση. Θα σημειώναμε, ωστόσο, την ανάγκη να ολοκληρώσουν ειδικό πρόγραμμα επιμόρφωσης για την απεξάρτησή τους από την τοξικότητα των νεοφιλελεύθερων προταγμάτων για το σχολείο, το μαθητή, τη διδασκαλία. Υπάρχει ένας κρίσιμος δείκτης αυτεπίγνωσης: Θα βρεθεί, άραγε, έστω και ένας πρώην περιφερειακός διευθυντής που να μην αποδεχτεί το προκλητικό προνόμιο που του δίνει ένας χαριστικός νόμος;
Και η αριστερά;
Ο εκδημοκρατισμός της Διοίκησης της Εκπαίδευσης είναι ένα ανοικτό πεδίο για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Το εγχείρημα θα γίνεται όλο και δυσκολότερο, όσο αυτός αναβάλλεται με κυβερνητικές αποφάσεις που ουσιαστικά διαιωνίζουν και εμπεδώνουν το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο διοίκησης. Ένα σημαντικό κι αποφασιστικό βήμα, που χρειάζεται να κάνουν όσοι έχουν την ευθύνη στο Υπουργείο Παιδείας, είναι η αποφυγή «κούφιων» επικοινωνιακών πρακτικών και η μηδενική ανοχή κι αποκήρυξη γνώριμων στο πολιτικό σύστημα επιλογών με «κολλητούς» ή την «παρέα», που, αν και λαμβάνονται εκτός οργάνων του κόμματος, χρεώνονται στο κόμμα. Το κόμμα δεν είναι να απολογείται για αποφάσεις και επιλογές που δεν έχουν κάνει τα όργανα που το συγκροτούν. Το κόμμα ως «συλλογικός διανοούμενος» είναι για να δίνει τον κρίσιμο αγώνα της ιδεολογικής ηγεμονίας. Αυτός εάν δεν κερδηθεί, το σενάριο της κυβερνητικής παρένθεσης είναι αναπόφευκτο.
O Κ. Δουζίνας πρόσφατα υποστήριξε ότι «Το κόμμα πρέπει να μείνει αυτόνομο και να μην έχει σχέση με το κράτος. Δε πρέπει να μεταπηδήσουν ξαφνικά τα κομματικά στελέχη στον κρατικό μηχανισμό, γιατί αυτό θα ήταν, εκτός των άλλων, η απόδειξη της κατηγορίας που εκτοξεύουν διαρκώς προς τον ΣΥΡΙΖΑ ότι θα γίνει το νέο ΠΑΣΟΚ. Αλλά εδώ το εξετάζουμε από μια πιο θεωρητική πλευρά: Εκλογική νίκη δεν σημαίνει και ηγεμονία της Αριστεράς, την ηγεμονία εξακολουθεί να την έχει ο καπιταλισμός. Όχι ο Σαμαράς ή η δεξιά ιδεολογία αλλά ο καπιταλισμός με την έννοια των αντιλήψεων, των πρακτικών ή των τρόπων ζωής. Ένα κόμμα θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν μηχανισμός παραγωγής μιας άλλης ηγεμονίας, μόνο στο βαθμό που θα παρέμενε ανεξάρτητο από το κράτος και θα ερχόταν ακόμα και σε αντίθεση με κρατικές και κυβερνητικές πολιτικές, εάν αυτές δεν θα ήταν συμβατές με τις αρχές και τις αξίες του. Και για τη σταδιακή δημιουργία αυτής της ηγεμονίας τα κινήματα πρέπει να μείνουν ανεξάρτητα από το κόμμα και να το μπολιάζουν με μεθόδους, ιδέες και πρακτικές και το κόμμα ανεξάρτητο από το κράτος σαν ένας φίλος και ελεγκτής. Μια δύσκολη τριγωνική σχέση από την οποία εξαρτάται η επιτυχία της Αριστεράς »2.
Η πιο επείγουσα, δηλαδή, πρόκληση για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι η συγκρότηση μιας πρότασης πολιτικής συμμαχίας που να είναι αταλάντευτα αντίπαλη στα κυρίαρχα νεοφιλελεύθερα νεοσυντηρητικά προτάγματα που έχουν διεισδύσει και έχουν εμπεδωθεί στην ελληνική εκπαίδευση με τη συνέργεια υπερεθνικών και ευρωπαϊκών οργάνων και τον πακτωλό των κοινοτικών κονδυλίων. Έχουμε, για πολλά χρόνια, εκτεθεί σε διεργασίες ενός εργαστηρίου: Το ευρωπαϊκό και υπερεθνικό εργαστήριο του άκρατου ανταγωνισμού, της εξατομίκευσης, του ατομικισμού, της απόσυρσης και της παραίτησης, της εκμετάλλευσης, της απλήρωτης εργασίας, της ανεργίας, της ευέλικτης/επισφαλούς εργασίας, της φτώχειας, της υποβάθμισης των πολτικών υγείας και στέγασης, της λιτότητας, του χρέους/των χρεών, των ενοχών, της κατανάλωσης, της υποταγής, της υπακοής, της ανείπωτης βίας, της καταστολής, της ποινικοποίησης των κοινωνικών δικαιωμάτων, της ιδιώτευσης, της εμπορευματοποίησης της εκπαίδευσης, της υπονόμευσης του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της μόρφωσης. Σε αυτό το Ευρωπαϊκό εργαστήριο, στο όνομα της σύγκλισης, της εναρμόνισης και της ομοιοτροπίας, σμιλευτήκαμε και «κάναμε την εργασία επί του εαυτού» για να είμαστε προσιτοί και ευάλωτοι στην ακαταμάχητη γοητεία της κυρίαρχης νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας και έτοιμοι ώστε να κάνουμε θυσίες για να «κρατηθεί στη ζωή ένας άρρωστος καπιταλισμός»(Lazzarato, M). Εάν στην περίπτωση της εκπαίδευσης, δεν επιτύχουμε να συγκροτήσουμε αντίπαλη ηγεμονία στο πεδίο της σχέσης σχολείου και κοινωνίας ή/και στο πεδίο άσκησης της διοίκησης και της διδασκαλίας, εκεί, δηλαδή, όπου εκδηλώνονται οι κοινωνικές ανισότητες, οι κοινωνικές διακρίσεις, οι κοινωνικές αντιθέσεις και οι κοινωνικές συγκρούσεις, η υπόθεση της αριστερής ριζοσπαστικής προοδευτικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης θα είναι ναρκοθετημένη και η κατάκτηση μιας ευρύτερης ιδεολογικής ηγεμονίας θα είναι ανοικτή σε αναδιπλώσεις, παλινδρομήσεις και ματαιώσεις.
Όπως σημειώναμε κι άλλοτε, μέσα σε συνθήκες ανθρωπιστικής κρίσης, τα σχολεία , με τους διευθυντές και τους εκπαιδευτικούς, δε μπορούν, πλέον, να περιορίζονται στην τυπική διεκπεραίωση του έργου. Η κοινωνική σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού, η ανθρωπιστική κρίση και οι απειλές κατά του δημόσιου και δωρεάν σχολείου αναδεικνύει άλλες παιδαγωγικές προτεραιότητες: την παιδαγωγική της αισιοδοξίας, την παιδαγωγική της άμβλυνσης των διάφορων μορφών διάκρισης, την παιδαγωγική του τακτ, του σεβασμού και της αναγνώρισης του άλλου, την παιδαγωγική της μέριμνας, της έγνοιας, της φροντίδας και της αλληλεγγύης, την παιδαγωγική της θετικής αξιολόγησης και θετικής διάκρισης. Σ' αυτό το πεδίο χρειαζόμαστε έναν ελεύθερο και δημιουργικό δάσκαλο έτοιμο για μαθήματα και εμπειρίες αγωγής χρόνου, αγωγής υγείας, αγωγής περιβάλλοντος, αγωγής ειρήνης και κοινωνικής αλληλεγγύης, αγωγής επικοινωνίας και συνεργασίας, σεβασμού και αποδοχής του άλλου, αγωγής αυτογνωσίας και αυτοεκτίμησης, κ. ά. Όλα αυτά προϋποθέτουν τον εκδημοκρατισμό της διοίκησης στην εκπαίδευση, το βάθεμα του εκδημοκρατισμού στην ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία και τη μάχη για την ανθρωπιστική κρίση στην κοινωνία, που είναι μια μάχη ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση και στο εκβιασμό των νέων τεχνικών άσκησης της εξουσίας μέσα από τις σχέσεις χρέους-οφειλής, πιστωτών και δανειστών.
1.Βλ.εδώ
2. Απόσπασμα ομιλίας του στην εκδήλωση με θέμα Ποιος (θα) κυβερνά αυτή τη χώρα; Κοινωνία, διακυβέρνηση και αγώνες την επόμενη μέρα, στο πλαίσιο της Ημερίδας που διοργανώθηκε από τον Δρόμο της Αριστεράς, στις 10/1/2015. Βλ. http://www.e-dromos.gr/trigonikh-sxesh-epityxia-aristeras/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου